- ὑπέκλεψε
- ὑποκλέπτωsteal from underaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποκλέπτω — ὑποκλέπτω ΝΜΑ, και υποκλέβω Ν οικειοποιούμαι, κλέβω κάτι με επιτήδειο τρόπο νεοελλ. 1. παρακολουθώ και ηχογραφώ παράνομα τηλεφωνική συνδιάλεξη τοποθετώντας ειδικό μηχανισμό («υπέκλεπταν τις συνομιλίες ακόμη και τού πρωθυπουργού») 2. αποσπώ κάτι… … Dictionary of Greek
Ισαάκ — Βιβλικό πρόσωπο.Γιος του Αβραάμ και της Σάρας, θεωρείται γενάρχης των Εβραίων. Στο πρόσωπό του, σύμφωνα με την παράδοση, πραγματοποιήθηκε η υπόσχεση του Θεού προς τον Αβραάμ ότι θα του έδινε τη γη Χαναάν και απογόνους που θα έφερναν την ευλογία… … Dictionary of Greek